- ἀντιδίκων
- ἀντίδικοςopponentmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντιδικῶν — ἀντιδικέω to be an pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀντιδικέω to be an pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεντέτα — (ιταλ. vendetta = εκδίκηση). Έθιμο αυτοδικίας, που συνίσταται στην εκδίκηση του φόνου μέλους μιας οικογένειας με νέο φόνο που εκτελεί μέλος της ατιμασμένης οικογένειας σε βάρος μέλους της οικογένειας του δολοφόνου. Το έθιμο, πανάρχαια επιβίωση… … Dictionary of Greek
επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… … Dictionary of Greek
κατάργηση — η (AM κατάργησις) [καταργώ] το να παύσει κάτι να ισχύει, η άρση τής ισχύος («κατάργηση τών εισαγωγικών εξετάσεων») νεοελλ. φρ. (νομ.) «κατάργηση δίκης» η παύση τής δικαστικής διαδικασίας ύστερα από συμφωνία τών αντιδίκων … Dictionary of Greek
αποδεικτική διαδικασία — Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να… … Dictionary of Greek
αψιμαχία — η 1. ελαφρά σύγκρουση ανάμεσα σε μικρά στρατιωτικά τμήματα: Είχαν την πρώτη αψιμαχία με τον εχθρό. 2. αρχή μεγάλης φιλονικίας: Άρχισαν τις αψιμαχίες οι δικηγόροι των δύο αντίδικων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλλαγή — η η συνδιαλλαγή, ο συμβιβασμός, η συμφιλίωση: Ο δικηγόρος προσπάθησε για τη διαλλαγή των αντιδίκων πριν να πάνε στα δικαστήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)